μέλεν

μέλεν
μέλε̄ν , μέλω
to be an object of care
pres inf act (epic doric)
μέλω
to be an object of care
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μελέν — (Melun). Πόλη (35.695 κάτ. το 1999) της Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Σηκουάνα και Μάρνη (5.915 τ. χλμ., 1.193.767 κάτ.). Απέχει 45 χλμ. από το Παρίσι. Η Μ. ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως Μελόδουνον και κατελήφθη από τους Ρωμαίους το 53 π.Χ.… …   Dictionary of Greek

  • Αμιό, Ζακ — (Jacques Amyot, Μελέν 1513 – Οζέρ 1593). Γάλλος λόγιος και ελληνιστής. Παρακολούθησε τα μαθήματα αρχαίας ελληνικής γλώσσας του Πιερ Ντανέ στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και στο Κολέγιο της Γαλλίας, και κατόπιν έγινε κι ο ίδιος πανεπιστημιακός… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης του Σόλσμπερι — (John of Salisbury,Σόλσμπερι 1110; – Σαρτρ 1180). Άγγλος συγγραφέας, θεολόγος και φιλόσοφος. Σπούδασε στο Παρίσι και στη Σαρτρ (1136 48), κοντά στους διασημότερους δασκάλους της εποχής του: Αβελάρδο, Αλβέριχο της Ρενς, Γκιγιόμ ντε Κονς, Ζιλμπέρ… …   Dictionary of Greek

  • Ντετούς — (Destouches, Τουρ 1680 – Φορτουαζό, Μελέν 1754). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Φιλίπ Νερικό (Philippe Nericault). Ύστερα από μια μάλλον ανήσυχη εφηβεία, τον πρόσεξε στην Ελβετία ο Γάλλος πρεσβευτής και χάρη στο ενδιαφέρον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”